ανακατωσιάρης

ανακατωσιάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανακατωσιάρης" в других словарях:

  • ανακατωσιάρης, -α, -ικο — και ανακατωσούρης, α, ικο αυτός που δημιουργεί προστριβές, αναστάτωση, ο ραδιούργος: Είναι τέτοιος ανακατωσούρης που έχει αναστατώσει το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατωσιάρης — ιάρα, ιάρικο [ανακάτωσις] 1. αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις 2. ραδιούργος, συκοφάντης 3. αυτός που ανακατώνει, που συνταράσσει τα πάντα …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • ανακατεψιάρης — ιαρα, ιάρικο [ανακάτεψη] ο ανακατωσιάρης* …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσιά — η η ανακάτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατώνω. ΠΑΡ. ανακατωσιάρης] …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσούρης — α, ικο [ανακάτωση] ανακατωσιάρης, ραδιούργος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»